- φιλάγρυπνος
- -η, -ο / φιλάγρυπνος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που τού αρέσει να αγρυπνεί, που δεν τού αρέσει ο πολύς ύπνοςνεοελλ.1. αυτός που τού αρέσει να βρίσκεται σε εγρήγορση, προσεκτικός2. αυτός που κάνει κάποιον να αγρυπνεί («φιλάγρυπνος ἐμοὶ πόθος Ἡλιοδώρας», Μελέαγρ.)3. (για λύχνο) σύντροφος αγρύπνιας.επίρρ...φιλαγρύπνως Απροσεκτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἄγρυπνος].
Dictionary of Greek. 2013.